- τερπικέραυνος
- τερπικέραυνοςdelighting in thundermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερπικέραυνος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που χαίρεται με τον κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερπι τού τέρπω + κεραυνός (για τη μορφή τού α΄ συνθετικού βλ. λ. τέρπω)] … Dictionary of Greek
τερπικέραυνον — τερπικέραυνος delighting in thunder masc/fem acc sg τερπικέραυνος delighting in thunder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπικεραύνου — τερπικέραυνος delighting in thunder masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπικεραύνῳ — τερπικέραυνος delighting in thunder masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπικέραυνε — τερπικέραυνος delighting in thunder masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЗЕВС — • Ζεύς, Iupiter, сын Кроноса и Реи (Hesiod. theog. 453), отсюда Κρονίων, Κρονίδης, Saturnius; брат Посейдона, Гадеса, Гестии, Деметры и Геры, муж Геры, могущественнейший и высочайший из богов греческого народа, державный властитель… … Реальный словарь классических древностей
αργικέραυνος — ἀργικέραυνος, ον (Α) (επίθετο του Δία) αυτός που ρίχνει κεραυνούς που αστράφτουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + κεραυνος < κεραυνός(πρβλ. εγχεικέραυνος, τερπικέραυνος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek
τερπικεραύνωι — τερπικεραύνῳ , τερπικέραυνος delighting in thunder masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
trep-2 — trep 2 English meaning: to turn; to bow the head (of shame) Deutsche Übersetzung: “wenden, also sich vor Scham abwenden” Material: O.Ind. trápatē ‘schämt sich, wird verlegen”, trapü f. “the genitals, Verlegenheit”; Gk. τρέπω, Dor … Proto-Indo-European etymological dictionary